φάσιμο

φάσιμο
το тканьё

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φάσιμο" в других словарях:

  • φάσιμο — το, ατος η ύφανση (βλ. λ.): Γερό φάσιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φάσιμο — το, Ν (διαλ. τ.) ύφανση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υφαίνω / φαίνω + κατάλ. σιμο (πρβλ. φέρ σιμο)] …   Dictionary of Greek

  • παραφασάδα — η ελάττωμα στην ύφανση, στο φάσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φασά «ύφανση» + κατάλ. άδα] …   Dictionary of Greek

  • ύφανση — η 1. το πλέξιμο σε αργαλειό. 2. ο τρόπος πλεξίματος στον αργαλειό, το φάσιμο, η υφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»